- Αἰσωπείους
- Αἰσώπειοςof Aesopmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβυκός — ή, ό (Α Λιβυκός, ή, όν) [Λιβύη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη ή προέρχεται από τη Λιβύη (α. «λιβυκό πετρέλαιο» β. «Λιβυκό Πέλαγος» γ. «ἐκ τοῡ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. δυτικός 2. φρ. α. «Λιβυκὸν ὄρνεον»… … Dictionary of Greek
συβαριτικός — ή, ό / συβαριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σύβαρις / Συβαρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σύβαρι ή στους κατοίκους της 2. φρ. «συβαριτικοί λόγοι» μύθοι που διέφεραν από τους αισώπειους ως προς το ότι οι ήρωές τους δεν είναι ζώα, αλλά… … Dictionary of Greek
συναξάρι — Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει σύντομες ή εκτενέστερες διηγήσεις σχετικά με τη ζωή και τα μαρτύρια των διάφορων άγιων. Τα κείμενα αυτά έχουν διαταχθεί κατά την εορτολογική τους σειρά και διαβάζονται στις λειτουργικές συνάξεις. Αυτά… … Dictionary of Greek
Μυθιστόρημα της Αλεπούς — (Roman de Renart). Συλλογή διηγήσεων (που ονομάστηκαν «branches») σε γαλλική γλώσσα, σε στίχους οκτασύλλαβους, που γράφτηκαν μεταξύ 12ου και 13ου αι. από διάφορους συγγραφείς και που τα κύρια πρόσωπα τους είναι ζώα Renart (η αλεπού), Ysengrin (ο… … Dictionary of Greek
Συναξάρι του τιμημένου γαϊδάρου — Μεσαιωνικό ελληνικό έπος γραμμένο, γύρω στα μέσα του 15ου αι., σε κάποιο από τα νησιά του Ιόνιου ή πιθανότατα στην Κρήτη. Είναι πολύ διαδομένο στην Ευρώπη και την Αφρική, γι’ αυτό και θεωρείται διεθνές. Πιστεύεται ότι προέρχεται από πανάρχαιους… … Dictionary of Greek
αισώπειος — α, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Αίσωπο: Τους λεγόμενους αισώπειους μύθους πρώτος συγκέντρωσε ο βυζαντινός καλόγερος Μάξιμος Πλανούδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)